πιανόλα

πιανόλα
η, Ν
μουσ. τύπος μηχανικού πιάνου, που τα πλήκτρα του τίθενται σε κίνηση με τη λειτουργία κατάλληλου μηχανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < pianola, εμπορική ονομ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”